αποκλαίω — και αποκλαίγω αψα, κλαμένος 1. κλαίω κάποιον πολύ: Τον απόκλαψε τον άντρα της. 2. παύω να κλαίω: Έκλαψα κι απόκλαψα, προκοπή δεν είδα (παροιμ. φράση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκλαίω — (AM ἀποκλαίω, Α κ. κλάω) σταματώ το κλάμα, παύω να κλαίω νεοελλ. θρηνώ κάποιον σαν να έχει ήδη πεθάνει αρχ. 1. κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ 2. θρηνώ κάποιον … Dictionary of Greek
ἀποκλαίω — ἀποκλάω break off pres subj act 1st sg ἀποκλάω break off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκλάω — (I) ἀποκλάω αττ. (Α) βλ. αποκλαίω. (II) ἀποκλάω (Α) σπάω, τσακίζω … Dictionary of Greek
συναποκλαίομαι — Μ κλαίω, θρηνώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκλαίω «κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ»] … Dictionary of Greek
ՄՐՄՆՋԵՄ — (եցի.) NBH 2 0308 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c ն. եւ ն. μελετάω mussito, murmuro ἑπᾴδω, κωμῳδέω , ἑκτραγωδέω cano, recanto ἁποκλαίω defleo եւն. Մրմունջ առնել. մռմռալ ընդ ունչս կամ իբրեւ զմունջ. յերգ առնուլ եւ հենգնել. հծծել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)